Σοβαρές κατηγορίες αντιμετωπίζει ένας άνδρας από την Ελλάδα, ο οποίος συνελήφθη το 2015 για κατοχή και διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Η σύλληψη του έγινε σε ξενοδοχείο της Ηλείας, έπειτα από έρευνα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διεθνούς επιχείρησης.

Η υπόθεση ξεκίνησε με διεθνή συνεργασία, υπό τον συντονισμό των αμερικανικών διωκτικών αρχών, με στόχο την εξάρθρωση ενός δικτύου παιδόφιλων που δραστηριοποιούνταν στο διαδίκτυο, διακινώντας και ανταλλάσσοντας παράνομο υλικό σε διεθνές επίπεδο. Η επιχείρηση αυτή ανέδειξε την κρισιμότητα της διασυνοριακής συνεργασίας στην αντιμετώπιση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο.

Ο συλληφθείς, τότε 21 ετών, εργαζόταν σε ξενοδοχειακή μονάδα στην περιοχή της Κυλλήνης. Οι αστυνομικοί της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος τον εντόπισαν και τον συνέλαβαν, αξιοποιώντας τα ψηφιακά ίχνη που άφησε στο διαδίκτυο. Κατά την έρευνα στο δωμάτιό του, βρέθηκαν περίπου 30 αρχεία παιδικού πορνογραφικού περιεχομένου στον φορητό του υπολογιστή. Επιπλέον, στο πατρικό του σπίτι στη Βόρεια Ελλάδα, εντοπίστηκε ακόμη μεγαλύτερη ποσότητα παρόμοιου υλικού στον προσωπικό του υπολογιστή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν, ο κατηγορούμενος, σήμερα 31 ετών, κατείχε συνολικά 80 αρχεία με σκληρό υλικό παιδικής πορνογραφίας, το οποίο απεικόνιζε ανήλικα παιδιά, ακόμα και σε νηπιακή ηλικία. Το γεγονός αυτό προκαλεί έντονο προβληματισμό και καταδεικνύει την ανάγκη για αυξημένη προστασία των παιδιών από τέτοιου είδους εγκληματικές δραστηριότητες.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι καταθέσεις των αστυνομικών της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα. Οι αστυνομικοί περιέγραψαν με λεπτομέρεια τις εξειδικευμένες ανακριτικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τον εντοπισμό του δράστη στην Κυλλήνη, αναδεικνύοντας την τεχνογνωσία και την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας.

Η έρευνα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015 όταν ανιχνεύθηκε το ηλεκτρονικό αποτύπωμα του κατηγορουμένου στο πατρικό του σπίτι. Η σύλληψη του στην Ηλεία πραγματοποιήθηκε πέντε μήνες αργότερα. Η υπόθεση έφτασε στις ελληνικές αρχές μετά από ειδοποίηση του FBI, το οποίο είχε εντοπίσει μια διαδικτυακή πλατφόρμα αφιερωμένη στην σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Η επιχείρηση, με την κωδική ονομασία «Pacifier», αποκάλυψε τη δραστηριότητα δέκα Ελλήνων χρηστών, συμπεριλαμβανομένου του κατηγορουμένου.

Αξιωματικός της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος εξήγησε ότι το FBI διαβίβασε τα ίχνη των υπόπτων στην Interpol, και η Interpol τα προώθησε στις ελληνικές αρχές. Μαζί με τα ηλεκτρονικά ίχνη, οι αμερικανικές αρχές απέστειλαν και δείγματα του υλικού που είχε κατεβάσει ο κατηγορούμενος από την ιστοσελίδα παιδικής κακοποίησης. Η ανάλυση αυτού του υλικού ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της έρευνας.

Οι αρχές, μέσω ενδελεχούς έρευνας και άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κατάφεραν να ταυτοποιήσουν τον δράστη. Ο κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο για να αποκτήσει πρόσβαση στην παράνομη ιστοσελίδα, η οποία απαιτούσε ειδικό κωδικό πρόσβασης 16 χαρακτήρων. Παρόλο που η έρευνα έδειξε ότι ο κατηγορούμενος είχε πραγματοποιήσει πολλές αναζητήσεις σχετικές με το υλικό, δεν προέκυψε ότι αποκόμισε οικονομικό όφελος από αυτή τη δραστηριότητα. Η υπόθεση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεχή επαγρύπνηση και ενίσχυση των μέτρων πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, ιδίως όταν πρόκειται για την προστασία των παιδιών.