Το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα επανέρχεται στην επικαιρότητα, εντούτοις δεν είναι μία νέα συζήτηση. Συνδέεται άμεσα με τη σχέση που διατηρούν η Βρετανία και η Ελλάδα, και παραμένει πηγή διαφωνιών και αναγνωρίσεων πολιτιστικών ευαισθησιών ανάμεσα στους δύο λαούς.
Η τελευταία αναφορά στο θέμα προήλθε από το περιοδικό Economist, το οποίο πρόσφατα παρουσίασε την ετήσια έκθεσή του για τις προβλέψεις του επόμενου έτους. Στην ειδική αυτή έκδοση, περιγράφεται το 2025 ως ένα «έτος εξελίξεων» για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, με την ελπίδα ότι οι διαπραγματεύσεις για την τύχη τους θα προχωρήσουν ενδεχομένως περισσότερο από ποτέ.
Η θέση του Βρετανικού Μουσείου
Αξιοσημείωτο είναι ότι, όταν ζητήθηκε μια επίσημη αντίδραση από το Βρετανικό Μουσείο σχετικά με την τελευταία αυτή δημοσίευση, ο υπεύθυνος Τύπου του μουσειακού οργανισμού δεν παρείχε ξεκάθαρες απαντήσεις. Η δήλωση που εκδόθηκε παρέμεινε σταθερή: «οι συνομιλίες με την Ελλάδα για τη συνεργασία αναφορικά με τον Παρθενώνα συνεχίζονται και είναι εποικοδομητικές».
Η τήρηση των όρων «συνεχείς» και «εποικοδομητικές» μπορεί πράγματι να υποδηλώνει μια θετική προοπτική για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, σε συμφωνία με τις δηλώσεις του Economist, αν και αυτή η στάση υπάρχει ήδη από πέρυσι.
Η κύρια πρόκληση και για τις δύο χώρες τα τελευταία χρόνια παραμένει η αβεβαιότητα γύρω από την αναγνώριση της ιδιοκτησίας των Γλυπτών. Ένα σημαντικό εμπόδιο που αντιμετωπίζουν οι διαπραγματευτές είναι το Βρετανικό Μουσείο Act του 1963, το οποίο απαγορεύει την παραχώρηση ή την επιστροφή οποιουδήποτε αντικειμένου που ανήκει στο Βρετανικό Μουσείο.
Στην τελευταία τους δήλωση, το Μουσείο επεσήμανε πως «πιστεύουμε ότι μια τέτοια μακροχρόνια συνεργασία μπορεί να προσφέρει τη σωστή ισορροπία στο να μοιραζόμαστε σημαντικά αντικείμενα με τον κόσμο, διατηρώντας παράλληλα την ακεραιότητα της εξαιρετικής συλλογής του Βρετανικού Μουσείου».