Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες τραγουδοποιούς και αναμφισβήτητος διαμορφωτής της πολιτιστικής μας ταυτότητας, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών. Το πλούσιο έργο του, γεμάτο συμβολισμούς και μουσικές καινοτομίες, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του. Λίγα χρόνια πριν, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα από το Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2017) προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία να σκιαγραφήσει ο ίδιος την καλλιτεχνική του διαδρομή και τις βαθύτερες σκέψεις του για τη μουσική, την ποίηση και την Ελλάδα. Μια ομιλία που, σήμερα, διαβάζεται ως πνευματική παρακαταθήκη.
Η Τιμητική Διάκριση και η Εσωτερική Αναζήτηση
Η απονομή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα στον Διονύση Σαββόπουλο από το ΑΠΘ, το 2017, δεν ήταν απλώς μια ακαδημαϊκή αναγνώριση. Ήταν μια πιστοποίηση της επιρροής του στον ελληνικό πολιτισμό. Ο ίδιος, στην ομιλία του με τίτλο «Η μουσική των λέξεων – Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», αποκάλυψε μια πτυχή του εαυτού του που σπάνια προβάλλεται: αυτή του βαθιά στοχαστικού ανθρώπου που αναζητά τις ρίζες και την ενότητα μέσα από τη διάσπαση του σύγχρονου κόσμου. «Κάθε φορά που μου λένε καλά και θερμά λόγια, νομίζω στην αρχή ότι μιλούν για έναν άλλον… και όταν λίγο μετά συνειδητοποιώ ότι τα λένε για μένα, κοντεύω να βάλω τα κλάματα», εξομολογήθηκε, αναδεικνύοντας την ταπεινότητα ενός θρύλου. Η Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ αναγνώρισε ουσιαστικά την τέχνη του τραγουδιού ως μορφή πνευματικής έκφρασης, τιμώντας στο πρόσωπό του μια ολόκληρη γενιά δημιουργών.
Η «Μουσική των Λέξεων» και η Πολυφωνία της Σύγχρονης Ελλάδας
Στο επίκεντρο της σκέψης του Σαββόπουλου βρισκόταν η έννοια της ενότητας και του συνταιριάσματος. Περιέγραψε λεπτομερώς τη διαδικασία σύνθεσης, όπου ο «κρυφός τεχνίτης» ενοποιεί διαφορετικά είδη μουσικής – λαϊκό, έντεχνο, ελαφρό – δημιουργώντας ένα μοναδικό «αμάλγαμα». Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει την πεποίθησή του ότι:
- Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας «σπασμένος καθρέφτης, μια Βαβέλ» μουσικών επιρροών.
- Ο ρόλος του συνθέτη είναι να «συνταιριάζει θραύσματα σε ένα ενιαίο σύνολο, σε μια καινούργια αρμονία».
- Το τραγούδι έχει τη δύναμη να «τεντωθεί μέχρι τον άλλον, να απλωθούμε, να ανοίξουμε, να γίνουμε ένα με όλα».
Αυτή η τάση προς τη σύνθεση και την ενοποίηση δεν αφορά μόνο τη μουσική, αλλά και την ελληνική κοινωνία, η οποία “χρειάζεται συνθέτες μάλλον παρά καθοδηγητές”.
Η “Σχολή της Θεσσαλονίκης” και η Αποφυγή του “Έπους”
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ομιλίας του Σαββόπουλου ήταν η αναφορά του στην καλλιτεχνική παράδοση της Θεσσαλονίκης και στη διαμόρφωση της προσωπικής του ταυτότητας. Ο ίδιος εξέφρασε την επιθυμία του να λογίζεται ως «μαθητής» της λεγόμενης «Σχολής της Θεσσαλονίκης», αναφέροντας ποιητές όπως ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο Ν. Γ. Πεντζίκης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Χαρακτηριστικά αυτής της σχολής είναι:
- Το περιεχόμενο είναι βιωματικό και ο τόνος εξομολογητικός.
- Ακόμη και η πολιτική θεματολογία προσεγγίζεται «απ’ την μεριά της ήττας και όχι απ’ την μεριά του έπους» – μια σαφής διαφοροποίηση από την κυρίαρχη αθηναϊκή ποιητική παραγωγή.
- Η απουσία έντονης επιρροής του σουρεαλισμού, σε αντίθεση με την Αθήνα.
- Η αποφυγή της «μελοποιημένης ποίησης» ως εμπορικής μόδας, καθώς η ποίηση διαθέτει τη δική της εγγενή μουσικότητα. «Η ποίηση έχει τη δική της μουσική. Διαβάζεις το ποίημα δυο-τρεις φορές και μετά το λες φωναχτά για να ευχαριστηθείς τις λέξεις, τις παύσεις, τον ρυθμό και την μουσικότητα τους», τόνισε εμφατικά.
Αυτή η τοποθέτηση αναδεικνύει μια διαφορετική πνευματική κοίτη, η οποία ενθάρρυνε ένα πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό καλλιτεχνικό ύφος.
Διονύσης Σαββόπουλος: Ο Δάσκαλος και οι Επιδράσεις
Ο Σαββόπουλος αναγνώρισε ρητά την επιρροή δύο σπουδαίων δημιουργών στη δική του πορεία: του Μάνου Χατζιδάκι και του Θεσσαλονικιού ποιητή Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Ο Χατζιδάκις, όπως σημείωσε, «άνοιξε το δρόμο σε ένα πιο εξατομικευμένο τραγούδι» και «άλλαξε κυριολεκτικά το αυτί μας», κάνοντάς μας να αντιληφθούμε ουσιαστικότερα το ρεμπέτικο, το δημοτικό και την ελαφρά μουσική. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου είδους τραγουδιού, που άλλοι χαρακτήρισαν «έντεχνο» και άλλοι «εναλλακτικό». Ο Ασλάνογλου, με την «χαμηλόφωνη και παθιασμένη ποίηση» του, τον σύστησε στην πλούσια λογοτεχνική παραγωγή της Θεσσαλονίκης.
Analysis: Η παράθεση αυτών των επιρροών φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Σαββόπουλος ενσωμάτωσε διαφορετικές καλλιτεχνικές παραδόσεις, δημιουργώντας ένα έργο που είναι ταυτόχρονα βαθιά προσωπικό και ευρέως αναγνωρίσιμο. Δείχνει επίσης την επιλογή του να μην αποκοπεί από τις ρίζες του, αλλά να τις αναδείξει μέσα από τη σύγχρονη ματιά του.
Η Αξία του Τραγουδιού σε Καιρούς Κρίσης
Σε μια ιδιαίτερα επίκαιρη αναφορά, ο Σαββόπουλος σχολίασε τη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αναγνωρίζοντας τη σημασία της προφορικής ποίησης και του ρόλου του τροβαδούρου στη σύγχρονη εποχή. Σε περιόδους «παγκοσμιοποίησης, οικονομικής κρίσης, τρομοκρατίας, μετανάστευσης, ημιάγριων πολιτικών μορφωμάτων», οι άνθρωποι στρέφονται «στις καταβολές τους…στο φως των ραψωδών, τον Όμηρο και τους λυρικούς ποιητές». Η χειρονομία της Σουηδικής Ακαδημίας, κατά την εκτίμησή του, υποδεικνύει αυτό το φως.
Analysis: Η συσχέτιση του Ντύλαν με τους αρχαίους ραψωδούς και τους λυρικούς ποιητές αναδεικνύει την πίστη του Σαββόπουλου στην διαχρονική λειτουργία του τραγουδιού ως φορέα μνήμης, συνοχής και πνευματικής ανάτασης, ειδικά σε εποχές αβεβαιότητας. Είναι μια υπενθύμιση ότι η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ουσιαστική ανάγκη.
Η Θεσσαλονίκη: Μία Πόλη – Μία Μούσα
Η πόλη της Θεσσαλονίκης κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά και το έργο του Σαββόπουλου. Την παρομοίασε με «αγαπημένη θεία» που προσφέρει παρηγοριά και συνέχεια σε «Ρωμιούς των χαμένων πατρίδων». Η «γλυκιά μείξη ανατολής και δύσης», ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της, η διαχρονική της παρουσία ως ανοιχτή και πολυεθνική πόλη επί αιώνες, όλα αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του φυσιογνωμίας.
Analysis: Η περιγραφή της Θεσσαλονίκης ως «πεισματικά μοντέρνας αλλά και παραδοσιακής» συμπυκνώνει τη δική του προσπάθεια να συνδυάσει το καινούργιο με το παλιό, το προσωπικό με το συλλογικό. Η πόλη αυτή δεν ήταν απλώς ένας τόπος καταγωγής, αλλά μια πηγή έμπνευσης και ένα πρίσμα μέσα από το οποίο φιλτράριζε την ελληνική πραγματικότητα.
Η Κληρονομιά Ενός Βάρδου
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, με την ομιλία του στο ΑΠΘ, δεν αποχαιρέτησε. Άφησε πίσω του μια ανοιχτή πρόσκληση για διάλογο γύρω από την τέχνη, την ταυτότητα και τη συλλογική μνήμη. Το μήνυμά του παραμένει επίκαιρο: το τραγούδι, ως κατεξοχήν συλλογική τέχνη, έχει τη δύναμη να ενώνει τους ανθρώπους και να διαμορφώνει κοινότητες, «από την κορφή ως τα νύχια». Η «προσωπική ευθύνη» του κάθε δημιουργού είναι να το αποσπάσει από τη «ρουτίνα» και να το προσφέρει στην ψυχή του ανθρώπου. Όπως ανέφερε το σκεπτικό της απόφασης του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, ο Σαββόπουλος «κατόρθωσε, με τον τρόπο του, αυτό που μόνο η σημαντική τέχνη μπορεί να κατορθώσει», δημιουργώντας ένα έργο που αποτελεί «ένα από τα πιο ερεθιστικά και τιμαλφή τεκμήρια της ζωής που ζήσαμε κατά τις τελευταίες δεκαετίες.» Ένα έργο που αναμφίβολα θα συνεχίσει να εμπνέει.