Ισόβια κάθειρξη, χωρίς αναστολή και χωρίς κανένα ελαφρυντικό, ήταν η ομόφωνη απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Κοζάνης για τον 49χρονο συζυγοκτόνο, ένοχο για την αποτρόπαια δολοφονία της 37χρονης Ανθής, τον Ιανουάριο του 2016, στην περιοχή του Βελβεντού Κοζάνης. Η ετυμηγορία έβαλε τέλος σε μια τραγωδία που συγκλόνισε την τοπική κοινωνία και ανέδειξε για ακόμη μια φορά το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας.
Το δικαστήριο, υιοθετώντας πλήρως την εισαγγελική πρόταση για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, καταδίκασε τον κατηγορούμενο στην ανώτατη προβλεπόμενη ποινή. Απορρίφθηκαν στο σύνολό τους οι αιτιάσεις της υπεράσπισης για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως ο πρότερος έντιμος βίος, η επίκληση μεταμέλειας, η καλή συμπεριφορά μετά την πράξη και ο ισχυρισμός περί πρόκλησης από το θύμα. Επίσης, απορρίφθηκε κατηγορηματικά το αίτημα για μετατροπή της ποινής της ισόβιας κάθειρξης σε κάθειρξη δέκα ετών.
Το χρονικό της δολοφονίας στο Βελβεντό: Ένας γάμος που κατέληξε σε τραγωδία
Με την ανακοίνωση της απόφασης, οι συγγενείς της 37χρονης ξεσπάθωσαν σε έντονες αντιδράσεις κατά του κατηγορούμενου, γεγονός που κατέστησε αναγκαία την επέμβαση αστυνομικών δυνάμεων της ΟΠΚΕ για την αποφυγή επεισοδίων.
Κατά την διάρκεια της απολογίας του, ο κατηγορούμενος εξέφρασε τη μετάνοιά του για την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη από τη μητέρα της θανούσης, ωστόσο οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν το δικαστήριο.
Αναφερόμενος στις συνθήκες της δολοφονίας, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε: «Η σύζυγός μου μου ανακοίνωσε την απόφασή της να χωρίσουμε και να μετακομίσει με τα παιδιά στην Αθήνα. Η προοπτική να χάσω τα παιδιά μου με εξόργισε και με οδήγησε στην πράξη».
Σύμφωνα με την απολογία του, είχε υποψιαστεί την ύπαρξη εξωσυζυγικής σχέσης, αναφέροντας ότι γνώριζε για την ανταλλαγή μηνυμάτων της συζύγου του με έναν πρώην εραστή. Υποστήριξε ότι θόλωσε όταν η γυναίκα του τον χτύπησε στο πρόσωπο, αντιδρώντας αρχικά χτυπώντας την και στην συνέχεια, για να μην ακούσουν τα παιδιά τους, φίμωσε το στόμα και τη μύτη της.
Η πρόεδρος του Μικτού Ορκωτού Εφετείου και ο Εισαγγελέας της έδρας επέμειναν επανειλημμένα να ρωτήσουν τον κατηγορούμενο εάν, κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε λεπτών που διήρκεσε η πάλη και η ασφυξία, σκέφτηκε να σταματήσει και να αποτρέψει το μοιραίο. Ο κατηγορούμενος απάντησε πως δεν είχε την ψυχική διαύγεια να σκεφτεί λογικά εκείνη τη στιγμή και ότι «όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα».
Ο Εισαγγελέας στην αγόρευσή του τόνισε ότι «ο δόλος προϋποθέτει τη γνώση της πράξης» και ότι ο κατηγορούμενος «είχε πλήρη συνείδηση των ενεργειών του, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του εγκλήματος, αλλά και στη συνέχεια, όταν προσπάθησε να συγκαλύψει τα ίχνη του, θάβοντας το πτώμα στο χωράφι, εξαφανίζοντας τα ρούχα της, οργώνοντας το κτήμα και παραπλανώντας τις αστυνομικές αρχές με ψευδή δήλωση εξαφάνισης».
Σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα, ο δράστης αρχικά είχε δηλώσει ότι το βράδυ της 9ης Ιανουαρίου, κατά τη διάρκεια ενός έντονου διαπληκτισμού με τη σύζυγό του, την έπνιξε με τα χέρια του μέσα στο σπίτι τους, ενώ τα παιδιά τους κοιμόντουσαν, όταν εκείνη επανέλαβε την επιθυμία της να χωρίσουν.
Στη συνέχεια, μετέφερε το πτώμα στο υπόγειο γκαράζ, το φόρτωσε στο αγροτικό αυτοκίνητό του και το έθαψε σε ένα χωράφι, το οποίο την επόμενη μέρα όργωσε με το τρακτέρ του, προσπαθώντας να εξαλείψει οποιαδήποτε ίχνη.
Λίγες ώρες πριν, την Κυριακή, είχε μεταβεί στο Τμήμα Ασφαλείας Κοζάνης δηλώνοντας την εξαφάνιση της συζύγου του. Παράλληλα, σε δηλώσεις του στα μέσα ενημέρωσης, προσποιούνταν την άγνοια για την τύχη της γυναίκας του, προσθέτοντας ακόμη μία πτυχή στο σχέδιο συγκάλυψης του εγκλήματος.
Η ιατροδικαστική έκθεση επιβεβαίωσε ότι ο 40χρονος είχε προηγουμένως χτυπήσει τη γυναίκα του, καθώς έφερε κάταγμα στο κεφάλι και εκχυμώσεις γύρω από τα μάτια, πριν την στραγγαλίσει. Τα ευρήματα αυτά κατέρριψαν τους ισχυρισμούς του για ατύχη συμβάν.
Η σορός της 37χρονης εντοπίστηκε το μεσημέρι της Τετάρτης 13 Ιανουαρίου 2016, οδηγώντας στη σύλληψη του συζύγου της, καθώς είχε υποπέσει σε σοβαρές αντιφάσεις. Εκείνη τη στιγμή, παραδέχθηκε στους αστυνομικούς: «Παιδιά, εγώ τη στραγγάλισα…».
Αποκοπή κάθε δεσμού: Η απόφαση των παιδιών να μην έχουν καμία επαφή με τον πατέρα τους
Τα τρία παιδιά της άτυχης Ανθής, ένας γιος 14 ετών και δύο δίδυμες κόρες 12 ετών, έχοντας πλήρη επίγνωση της τραγωδίας που στέρησε τη μητέρα τους, καθώς ενημερώθηκαν για τις λεπτομέρειες της υπόθεσης από το διαδίκτυο, έχουν λάβει την οδυνηρή αλλά σταθερή απόφαση να διακόψουν κάθε επικοινωνία με τον πατέρα τους. Αυτή η απόφαση υπογραμμίζει το βάθος του τραύματος που υπέστησαν και την ανάγκη τους για προστασία και αποκατάσταση.
Η αποκάλυψη της δολοφονίας είχε προκαλέσει βαθύ σοκ στην κοινή γνώμη. Για ημέρες, η κοινωνία παρακολουθούσε τις εκκλήσεις του συζύγου-δολοφόνου για την επιστροφή της Ανθής, αγνοώντας την αλήθεια. Ο Τάσος Τσιουχάρας κατάφερε αρχικά να παραπλανήσει τις αρχές και να πείσει ότι η σύζυγός του τον είχε εγκαταλείψει, συμμετέχοντας μάλιστα στις έρευνες για τον εντοπισμό της.
Όταν το πτώμα της άτυχης γυναίκας βρέθηκε στο χωράφι, το οποίο είχε οργώσει με το τρακτέρ του για να σβήσει κάθε ίχνος, ο δράστης ομολόγησε με κυνισμό στους αστυνομικούς: «Εγώ τη σκότωσα και ας φάω και ισόβια…», αποκαλύπτοντας την ψυχρή και υπολογιστική φύση του εγκλήματός του.