Με την αύξηση του ανταγωνισμού από τις κινεζικές εταιρείες, η επιτάχυνση της ανάπτυξης νέων αυτοκινήτων είναι πλέον κρίσιμη στρατηγική για τις αυτοκινητοβιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένης και της Volkswagen.
Στοχεύοντας στην ενίσχυση της κερδοφορίας μέσω περισσότερων καινοτόμων μοντέλων, η Volkswagen σχεδιάζει να μειώσει τη διαδικασία εξέλιξης των αυτοκινήτων της σε 30 μήνες, προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική με τις τάσεις της αγοράς.
Ο Kai Grunitz, επικεφαλής εξέλιξης της Volkswagen, ανέφερε πρόσφατα στο Automobilwoche ότι η εταιρεία σκοπεύει να περιορίσει τον χρόνο ανάπτυξης σε 30 έως 36 μήνες για τα νέα της μοντέλα.
Η προθεσμία των 30 μηνών θεωρείται ρεαλιστικός στόχος για αυτοκίνητα που θα βασίζονται σε υπάρχουσες αρχιτεκτονικές, επωφελούμενα από έτοιμες πλατφόρμες και ηλεκτρικά συστήματα.
Σύμφωνα με τον Grunitz, η δυνατότητα για γρηγορότερους κύκλους ανάπτυξης απαιτεί θεμελιώδη αλλαγές στη λειτουργία και την κουλτούρα της εταιρείας: «Οι καθιερωμένες διαδικασίες είναι βαθιά ριζωμένες στη νοοτροπία των ανθρώπων και στον τρόπο λειτουργίας. Αν η διαδικασία εξέλιξης ενός αυτοκινήτου διαρκεί τέσσερα ή πέντε χρόνια, μέχρι να φτάσει στην αγορά, πιθανώς θα έχει ήδη ξεπεραστεί», συμπλήρωσε ο Γερμανός.
Σε αυτό το επιχειρηματικό περιβάλλον, είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι και ο όμιλος Renault έχει προσαρμόσει τη στρατηγική του για τη μείωση του χρόνου εξέλιξης νέων μοντέλων. Ο CEO Luca de Meo δήλωσε ότι η μείωση των εξαρτημάτων είναι κρίσιμη παράμετρος για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής.
Έτσι, το νέο Twingo αναμένεται να αναπτυχθεί σε λιγότερο από δύο χρόνια. Εν τω μεταξύ, το τρέχον Megane E-Tech περιλαμβάνει περίπου 1.100 εξαρτήματα, με στόχο για το Twingo να μειωθεί ο αριθμός αυτός σε 700.
Επιπλέον, η παραγωγή ενός αυτοκινήτου σε δέκα ώρες γίνεται το νέο πρότυπο της βιομηχανίας. Η Tesla το έχει ήδη εφαρμόσει, ενώ ο Luca de Meo στοχεύει να επιτύχει τον ίδιο χρόνο προτού το κάνουν και άλλοι κατασκευαστές. Η Volkswagen σχεδιάζει επίσης την εφαρμογή αυτού του προτύπου, με σκοπό τη μείωση του χρόνου παραγωγής των οχημάτων της.
Ωστόσο, η μείωση του χρόνου εξέλιξης και παραγωγής ενδέχεται να εγείρει ζητήματα αξιοπιστίας, καθώς οι προμηθευτές θα αντιμετωπίσουν αυξημένες πιέσεις για να καλύψουν τις νέες απαιτήσεις.