Ο Τζίμι Κίμελ ανακοίνωσε την απόκτηση ιταλικής υπηκοότητας, εκφράζοντας τον φόβο του για μια πιθανή δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ευρώπη.
Η απόφαση του Τζίμι Κίμελ να αποκτήσει ιταλική υπηκοότητα και το σχέδιο μετεγκατάστασης
Σε συνέντευξή του στο «The Sarah Silverman Podcast», ο 57χρονος παρουσιαστής αποκάλυψε ότι πήρε επίσημα την ιταλική υπηκοότητα, καθώς θεωρεί ότι η κατάσταση στην Αμερική υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ έχει δυσκολέψει σημαντικά και φοβάται για το μέλλον. Όπως ανέφερε, εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να φύγει οριστικά από τις ΗΠΑ, προτίμηση που πολλοί άλλοι επικριτές του Τραμπ έχουν ήδη πραγματοποιήσει.
Η συζήτηση έγινε λίγες μέρες αφού ο Τραμπ δήλωσε χαρακτηριστικά πως «ο Τζίμι Κίμελ και ο Τζίμι Φάλον θα είναι οι επόμενοι που θα χάσουν τη δουλειά τους», με αφορμή την ακύρωση της εκπομπής του Στίβεν Κόλμπερτ στο CBS.
Ο φόβος του Κίμελ και η κριτική στην πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ
Ο Τζίμι Κίμελ τόνισε ότι η πραγματικότητα ξεπέρασε τις χειρότερες προβλέψεις του: «Αυτό που συμβαίνει είναι πολύ χειρότερο απ’ ό,τι νομίζαμε. Είναι απίστευτο. Φοβάμαι ότι τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν ακόμα πιο πολύ, ίσως περισσότερο κι απ’ ό,τι θα ήθελε ο ίδιος ο Τραμπ».
Η επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ σε παρουσιαστές της βραδινής τηλεόρασης
Λίγες μέρες μετά, ο Ντόναλντ Τραμπ επανέλαβε την πρόθεσή του να απομακρύνει παρουσιαστές όπως ο Τζίμι Κίμελ, ο Τζίμι Φάλον και ο Στίβεν Κόλμπερτ, κατηγορώντας τους για έλλειψη ταλέντου και χαμηλές τηλεθεάσεις. Παράλληλα, αναφέρθηκε και στον Χάουαρντ Στερν και στην πιθανή ακύρωση της εκπομπής του στο Sirius XM, επιβεβαιώνοντας τη δυσαρέσκειά του για την κατάσταση στη βραδινή τηλεόραση.
Επιπτώσεις στην αμερικανική τηλεόραση και πολιτισμός
Η αντιπαράθεση ανάμεσα σε πολιτικούς και παρουσιαστές της βραδινής τηλεόρασης αποτυπώνει τον έντονο διχασμό και την πολιτική πολωτικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στη στάση των δημοφιλέστερων τηλεοπτικών προσώπων απέναντι στην προεδρία Τραμπ και τις επιπτώσεις στη δημοκρατία και την ελευθερία του λόγου.