Ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Γιάννης Κεφαλογιάννης, παρουσιάζει τη δική του οπτική για τη διαχείριση της υπόθεσης του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη, τονίζοντας τη νομική και θεσμική αδυναμία των κατηγοριών που του έχουν αποδοθεί.
Η θέση του Γιάννη Κεφαλογιάννη για την Προανακριτική Επιτροπή και το δυστύχημα στα Τέμπη
Με γραπτό υπόμνημα που κατέθεσε στην Βουλή, ο κ. Κεφαλογιάννης, ένας από τα 14 πρόσωπα που ελέγχονται για τη συμμετοχή τους στο ενδεχόμενο παραπομπής σε Προανακριτική Επιτροπή για το δυστύχημα των Τεμπών, επισημαίνει ότι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ για διερεύνηση ποινικών ευθυνών δεν βασίζεται σε συνταγματικά και νομικά κριτήρια.
«Η πρόταση στερείται κάθε νομικής και πραγματολογικής θεμελίωσης και στηρίζεται σε χρονικά ασύνδετους και πολιτικά προσχηματικούς ισχυρισμούς», αναφέρει χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας πως η διαδικασία αυτή αποτελεί, κατά την άποψή του, μία καταχρηστική χρήση των προβλεπόμενων συνταγματικών μέσων.
Η αρμοδιότητα και ρόλος του υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών πριν το δυστύχημα
Ο κ. Κεφαλογιάννης διευκρινίζει ότι, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών, δεν είχε αρμοδιότητα σε θέματα ασφάλειας και διαχείρισης σιδηροδρομικών μεταφορών. Τονίζει ότι «η επιχειρησιακή ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στον ΟΣΕ Α.Ε., ενώ ο εποπτικός ρόλος ανήκει στη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρομικής Ασφάλειας (ΡΑΣ)».
Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι το υπουργείο είχε μόνο θεσμική και λειτουργική εποπτεία, η οποία περιοριζόταν στην αξιολόγηση προτάσεων των αρμόδιων φορέων, χωρίς δυνατότητα άμεσης επιχειρησιακής παρέμβασης.
Η κριτική για την απόδοση ποινικής ευθύνης
Αναφορικά με την πρόταση δίωξης, ο κ. Κεφαλογιάννης επισημαίνει πως η απόδοση ποινικής ευθύνης βασίζεται σε αρμοδιότητες που ποτέ δεν του είχαν μεταβιβαστεί ή ασκηθεί.
Υποστηρίζει ότι η πρόταση είναι «παντελώς έωλη» από νομική άποψη, καθώς δε βασίζεται ούτε στο εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, ούτε στην οργανωτική δομή της σιδηροδρομικής ασφάλειας.
Τέλος, καταγγέλλει πως η δίωξη του «έχει χαρακτήρα εργαλειοποίησης μίας εθνικής τραγωδίας» και λάμβανε χώρα αφού είχε παύσει από τα καθήκοντά του πάνω από 18 μήνες πριν το δυστύχημα, υπονομεύοντας τη σοβαρότητα της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.