Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι ο νόμος της Μάλτας για τα «χρυσά διαβατήρια» παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπηκοότητα
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, ο νόμος της Μάλτας που επιταχύνει τη χορήγηση υπηκοότητας σε αλλοδαπούς επενδυτές έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν μπορεί να δίνεται υπηκοότητα με αντάλλαγμα
Η ανακοίνωση Τύπου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ECJ) υπογραμμίζει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να παραχωρεί την υπηκοότητά του, η οποία συνεπάγεται και την ευρωπαϊκή υπηκοότητα, έναντι πληρωμών ή επενδύσεων. Η απόφαση αυτή δικαιώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία προσέφυγε στο δικαστήριο για την τροποποίηση του μαλτέζικου νόμου περί ιθαγένειας το 2020.
Οι προϋποθέσεις του μαλτέζικου νόμου
Ο τροποποιημένος νόμος επέτρεπε σε επενδυτές που πληρούσαν συγκεκριμένες οικονομικές προϋποθέσεις να αιτηθούν για την μαλτέζικη υπηπηπηπηκοότητα μόλις μετά από 12μηνη διαμονή στη χώρα. Οι προϋποθέσεις αυτές περιλάμβαναν:
- Ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας αξίας 700.000 ευρώ ή καταβολή ετήσιου ενοικίου τουλάχιστον 16.000 ευρώ.
- Μεγάλη χρηματική συνεισφορά στην κυβέρνηση της Μάλτας.
- Δωρεά σε μη κυβερνητική οργάνωση.
Άμεση συμμόρφωση της Μάλτας
Το δικαστήριο τόνισε ότι η Μάλτα οφείλει να συμμορφωθεί άμεσα με την απόφαση. Αν δεν το κάνει, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να κινήσει νέα νομική διαδικασία, επιδιώκοντας αυτή τη φορά την επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
«Χρυσά Διαβατήρια»: Μια πρακτική που αντιμετωπίζει σφοδρή κριτική
Η Μάλτα είναι η μοναδική χώρα που εξακολουθεί να προσφέρει υπηπηπηπηκοότητα μέσω επενδυτικού σχεδίου (τα λεγόμενα «χρυσά διαβατήρια»), μια πρακτική που εδώ και χρόνια δέχεται δριμεία κριτική από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Κύπρος και η Βουλγαρία έχουν ήδη τερματίσει αντίστοιχα προγράμματα το 2020 και το 2022 αντίστοιχα.
Επικίνδυνα για την ΕΕ τα «χρυσά διαβατήρια»
Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2024 αναφέρει ότι αυτά τα προγράμματα «διαβρώνουν τις Αρχές της έντιμης συνεργασίας, της Δικαιοσύνης και της μη διάκρισης». Επισημαίνει επίσης ότι «εμπορευματοποιούν την υπηκοότητα της ΕΕ και τα δικαιώματα διαμονής και εξασθενούν τα συστήματα ελέγχου και δέουσας επιμέλειας, δημιουργώντας ως εκ τούτου κινδύνου διαφθοράς, ξεπλύματος χρήματος, απειλών ασφαλείας και φοροδιαφυγής».
Στην έκθεση αναφέρεται ακόμα ότι Ρώσοι υπήκοοι αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα αιτούντων για τέτοια προγράμματα πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.