Εν μέσω έντονων αντιπαραθέσεων, κατατίθεται σήμερα στη Βουλή η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, με επίκεντρο την τραγωδία των Τεμπών. Η πρόταση, που υπογράφεται από τον Νίκο Ανδρουλάκη (ΠΑΣΟΚ) και υποστηρίζεται από ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά και ανεξάρτητους βουλευτές, αμφισβητεί ευθέως την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς την κυβέρνηση.
Η Βαρύτητα της Πρότασης Δυσπιστίας
Στο κείμενο της πρότασης, τονίζεται η ευρεία κοινωνική δυσαρέσκεια που εκφράστηκε μέσα από τα πρωτοφανή συλλαλητήρια, υπογραμμίζοντας την πεποίθηση της κοινωνίας για κυβερνητικές ευθύνες στο δυστύχημα των Τεμπών και για την προσπάθεια συγκάλυψης που ακολούθησε.
“Δύο χρόνια αργότερα, τα ογκώδη και πρωτοφανή σε συμμετοχή λαϊκά συλλαλητήρια του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου 2025 διεμήνυσαν την εδραιωμένη πεποίθηση της κοινωνίας…” αναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο.
Επιπλέον, καταγγέλλεται η συμπεριφορά κυβερνητικών στελεχών και του ίδιου του Πρωθυπουργού, η οποία – σύμφωνα με την πρόταση δυσπιστίας – οδήγησε σε διάρρηξη της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την κυβέρνηση.
Απονομιμοποίηση της Κυβέρνησης
Η πρόταση δυσπιστίας κατηγορεί την κυβέρνηση για απονομιμοποίηση, τονίζοντας την ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης και ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές. Αναφέρεται σε στοχευμένες δηλώσεις και μεθοδεύσεις που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών.
“Πρόκειται πλέον για μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση και έναν απονομιμοποιημένο πρωθυπουργό”, υπογραμμίζει το κείμενο.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της πρότασης δυσπιστίας:
Αθήνα, 5 Μαρτίου 2025
Προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων
Θέμα: «Πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης
(άρθρα 84 παρ. 2 του Συντάγματος και 142 Κανονισμού της Βουλής)»
Το δυστύχημα-έγκλημα των Τεμπών, που έλαβε χώρα στις 28 Φεβρουαρίου 2023 αποτελεί τη μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία στην ιστορία της Ελλάδας, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ευρώπη. Η μετωπική σύγκρουση του επιβατικού τρένου Intercity, που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, με εμπορική αμαξοστοιχία είχε το τραγικό αποτέλεσμα να χάσουν άδικα τη ζωή τους 57 συμπολίτες μας, και να τραυματιστούν δεκάδες ακόμη – κάποιοι εξ αυτών πολύ σοβαρά.
Δύο χρόνια αργότερα, τα ογκώδη και πρωτοφανή σε συμμετοχή λαϊκά συλλαλητήρια του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου 2025 διεμήνυσαν την εδραιωμένη πεποίθηση της κοινωνίας για τις ευθύνες της Κυβέρνησης αναφορικά τόσο με το ίδιο το δυστύχημα-έγκλημα και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό, όσο και για τη μετέπειτα απόπειρα συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών, για πράξεις και παραλείψεις, στην πρόκληση της τραγωδίας. Η κοινωνική αυτή πεποίθηση, η οποία έχει τροφοδοτηθεί πρωτίστως από τη συμπεριφορά των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού, μέσω στοχευμένων και επανειλημμένων, αλαζονικών και αυτοαναιρετικών δηλώσεων, μεθοδεύσεων και ενεργειών, καταδεικνύει τη διάρρηξη και οριστική άρση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, ως αρχηγό της, και καθιστά παλλαϊκή την απαίτηση για απονομή Δικαιοσύνης και για ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές. Πρόκειται πλέον για μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση και έναν απονομιμοποιημένο πρωθυπουργό.
Η ως άνω άρση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Κυβέρνηση, προήλθε μετά από σειρά γεγονότων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εξής:
Στις 20 Φεβρουαρίου του 2023, λίγες ημέρες μόνο πριν την τραγωδία, ο τότε αρμόδιος Υπουργός Μεταφορών Κ. Καραμανλής διαβεβαίωνε με θρασύτητα τη Βουλή των Ελλήνων ότι δεν υφίσταται απολύτως κανένα θέμα ασφάλειας στη λειτουργία των σιδηροδρόμων στη χώρα, τονίζοντας χαρακτηριστικά «..μια υπεύθυνη πολιτεία δεν πρέπει να παίζει με την ασφάλεια των πολιτών».
Δυστυχώς, αυτό που βεβαιώθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο, μόλις μία εβδομάδα αργότερα, ήταν ότι η λειτουργία των ελληνικών σιδηροδρόμων είναι όχι μόνο προβληματική, αλλά παρουσιάζει τραγικές ελλείψεις σε βασικά συστήματα ασφαλείας, τα οποία είτε βρίσκονταν εκτός λειτουργίας, είτε δεν είχαν καν τοποθετηθεί. Η Κυβέρνηση δε, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που ήδη έχουν δημοσιοποιηθεί, είχε πλήρη γνώση των ελλείψεων αυτών, καθώς είχε λάβει επανειλημμένως και με ρητό τρόπο σχετικές προειδοποιήσεις από διοικήσεις, κεντρικά στελέχη και εκπροσώπους των εργαζομένων των εμπλεκόμενων φορέων, οι οποίοι επεσήμαναν, σε διάφορους χρόνους, την επείγουσα ανάγκη να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλίδες για την ασφαλή λειτουργία του σιδηροδρόμου και τον πραγματικό κίνδυνο που υφίσταται, αν αυτό δεν συμβεί. Ωστόσο, η Κυβέρνηση και ο αρμόδιος Υπουργός, κ. Καραμανλής, όχι μόνο είχαν επιλέξει να αδιαφορήσουν, αλλά διατείνονταν με αλαζονεία ότι δεν υφίστατο καν θέμα ασφάλειας στη λειτουργία των σιδηροδρόμων. Όπως μάλιστα κυνικά δήλωσε μια μόλις εβδομάδα μετά την τραγωδία στέλεχος της Κυβέρνησης: «Είσαι ο Υπουργός Μεταφορών. Μπορείς να πας στη Βουλή και να πεις “ναι, έχουν πρόβλημα ασφαλείας τα τρένα”; Αν το πεις αυτό, δεν θα μπει αύριο άνθρωπος στα τρένα….».
Στην εγκληματική ολιγωρία και αδιαφορία της Κυβέρνησης στο διάστημα πριν και έως τη συντέλεση του δυστυχήματος, προστέθηκε και η εξίσου εγκληματική και μεθοδευμένη προσπάθεια εκ των υστέρων συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών στην υπόθεση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη συνειδητή παρεμπόδιση της δυνατότητας περαιτέρω διερεύνησης της ύπαρξης ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων λόγω της μη ορθής και έγκαιρης υλοποίησης της σύμβασης 717/2014, η οποία αφορούσε στην ανάταξη και αναβάθμιση του συστήματος σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης σε τμήματα του άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Προμαχώνας, μέσω της απόρριψης από την κυβερνητική πλειοψηφία ως προδήλως αβάσιμης της πρότασης για σύσταση σχετικής ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, στις 24 Νοεμβρίου 2023. Η κυβερνητική πλειοψηφία αγνόησε, μάλιστα, επιδεικτικά το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην υπόθεση αυτή, το οποίο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν στην ύπαρξη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της μη ολοκλήρωσης της ως άνω σύμβασης και της τραγωδίας στα Τέμπη.
Η απόπειρα απόκρυψης των όποιων κυβερνητικών ευθυνών για την τραγωδία των Τεμπών συνεχίστηκε και κατά τις εργασίες της εντέλει συσταθείσας Εξεταστικής Επιτροπής «για τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών και όλων των πτυχών που σχετίζονται με αυτό». Στο πλαίσιο αυτό και παρά τις συνεχείς αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κατευθυνόμενοι από τον Πρωθυπουργό, αν μη τι άλλο στο πλαίσιο της διατεταγμένης κομματικής πειθαρχίας, προέβησαν σε παρελκυστική πρόσκληση ως μαρτύρων προσώπων που δεν είχαν καμία γνώση της τρέχουσας κατάστασης του σιδηροδρομικού δικτύου, αποκλείοντας ταυτόχρονα μάρτυρες κομβικής σημασίας για τη διαλεύκανση της υπόθεσης με πολύτιμη και άμεση γνώση της σημερινής κατάστασης του δικτύου, της διαχείρισης της σύμβασης 717/2014 και των πολιτικών αποφάσεων του κ. Καραμανλή ως Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, ή καλώντας τους καθυστερημένα, αφότου αυτοί είχαν περιέλθει σε θέση κατηγορουμένου, ώστε να προφασισθούν το δικαίωμα στη σιωπή.
Παράλληλα, δρώντας ως εντολοδόχοι του Πρωθυπουργού, ολοκλήρωσαν πρόωρα τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής, με το τελικό πόρισμα που συνέταξαν να προβαίνει σε μια εξόφθαλμη και άγαρμπη προσπάθεια να αποδώσει την πλήρη ευθύνη για την τραγωδία αποκλειστικά σε «ανθρώπινο λάθος», σε πλήρη συμμόρφωση με το πρωθυπουργικό αφήγημα, αγνοώντας πλήρως ακόμα και το πόρισμα της τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που η ίδια η Κυβέρνηση συνέστησε και από το οποίο προέκυπταν σαφώς η απουσία τοπικού συστήματος τηλεδιοίκησης στη Λάρισα, η μη λειτουργία του κεντρικού δευτεροβάθμιου συστήματος ελέγχου στην έδρα του ΟΣΕ, στην οδό Καρόλου στην Αθήνα, η μη ενεργοποίηση συστήματος GSM-R και η ελλιπής και ανεπαρκής εκπαίδευση του μοιραίου σταθμάρχη που παράνομα είχε μεταταχθεί στη θέση αυτή από κυβερνητικό παράγοντα. Τις ανωτέρω αστοχίες της Εξεταστικής Επιτροπής, οι οποίες οφείλονται αμιγώς στην -υποκινούμενη από τον Πρωθυπουργό- στάση των βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της, αναγκάστηκε να παραδεχθεί τελικά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε πρόσφατη συνέντευξη του, λέγοντας ότι «η Εξεταστική Επιτροπή [για τα Τέμπη] δεν ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής».
Εξ άλλου, η συντεταγμένη προσπάθεια συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών είχε, ήδη εκκινήσει μερικές ημέρες μετά την τραγική σύγκρουση. Πριν από σχεδόν έναν χρόνο προέκυψε, βάσει εγγράφων των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ, ότι μόλις μερικές ώρες μετά τη σύγκρουση κάποιοι αφαίρεσαν παράνομα τις συνομιλίες του μοιραίου σταθμάρχη από τον ΟΣΕ και, κατόπιν τεχνικής επεξεργασίας (μοντάζ), τις έδωσαν αλλοιωμένες στη δημοσιότητα την επομένη του δυστυχήματος, σε μία προφανή απόπειρα να υποβαθμιστούν οι υφιστάμενες κυβερνητικές ευθύνες αναφορικά με την κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου και να ενισχυθεί το -προαποφασισμένο και ήδη διατυπωμένο το πρωί της ίδιας ημέρας από τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη- επίσημο κυβερνητικό αφήγημα που ήθελε την τραγωδία να οφείλεται αποκλειστικά σε ανθρώπινο λάθος, να διαμορφωθεί δηλαδή στην κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι το «ανθρώπινο λάθος» είναι ο αποκλειστικός παράγοντας στον οποίο οφείλεται η τραγωδία.
Ο ίδιος δε ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε σε συνέντευξή του τον Απρίλιο του 2024 ότι πιθανώς οι συνομιλίες που δόθηκαν αρχικά στη δημοσιότητα να είναι προϊόν μοντάζ, ισχυριζόμενος, ωστόσο, πως δεν γνωρίζει ποιος το έκανε. Παρόλα αυτά, έως σήμερα εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο ποιος, πέραν του προσωπικού του ΟΣΕ, είχε πρόσβαση στο σύστημα καταγραφών και επικοινωνιών του Οργανισμού, ώστε να μπορεί να προβεί στις ενέργειες αυτές, με κυβερνητικά στελέχη σε πολλές περιπτώσεις να αρνούνται ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του μοντάζ, παρά τη ρητή παραδοχή του Πρωθυπουργού!
Στην ίδια κατεύθυνση και υπηρετώντας τον ίδιο σκοπό, με διαταγή που δόθηκε στις 3 Μαρτίου 2023 επήλθε παράνομη αλλοίωση του τόπου της τραγωδίας, με τη μεταφορά των βαγονιών των δύο συρμών, το «μπάζωμα» και την εκχέρσωση της περιοχής, με αποτέλεσμα την καταστροφή πολύτιμων για τις έρευνες αποδεικτικών στοιχείων, όπως επιβεβαιώθηκε και από το ήδη δημοσιοποιηθέν πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ.
Αναφορικά δε με το ζήτημα της αλλοίωσης του χώρου του δυστυχήματος, σε συνεντεύξεις του ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι επρόκειτο για αμιγώς υπηρεσιακές αποφάσεις των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών που δρούσαν στο σημείο και ότι δεν υπήρξε καμία κυβερνητική εμπλοκή σε αυτές, καθώς η Κυβέρνηση και ο ίδιος ούτε τις γνώριζαν ούτε όφειλαν να τις γνωρίζουν, προσπερνώντας με αφοπλιστικό κυνισμό το γεγονός ότι κυβερνητικά στελέχη, με στενή σύνδεση με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, προΐσταντο των συσκέψεων αυτών. Δήλωνε, μάλιστα, ο κ Πρωθυπουργός, σίγουρος πως όσες ενέργειες έγιναν, έγιναν «για καλό σκοπό». Ο αρμόδιος δε Υπουργός Δικαιοσύνης έφτασε στο σημείο να πει ανερυθρίαστα πως «είναι για τα μπάζα όσοι μιλούν για μπαζώματα» και παρά τις σχετικές αποκαλύψεις να παραμένει ακόμη στη θέση του.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στελέχη της Αστυνομίας και της Τροχαίας, ασκήθηκε πολιτική πίεση προκειμένου να συναινέσουν στο «μπάζωμα» της περιοχής, παρά τις ρητές επιφυλάξεις και προειδοποιήσεις τους ότι ήταν καθ’ ύλην αναρμόδιοι να λάβουν μια τέτοια απόφαση καθώς, στον βαθμό που είχε συνταχθεί δικογραφία για τη διερεύνηση ποινικά κολάσιμων πράξεων και παραλείψεων, επρόκειτο πλέον για «τόπο εγκλήματος» και απαιτούνταν η άδεια των ανακριτικών αρχών.
Παρόλα αυτά, ο τόπος του δυστυχήματος καθαρίστηκε πλήρως ήδη την αμέσως επόμενη μέρα με πρόσχημα την επαναλειτουργία των σιδηροδρόμων, η οποία, ωστόσο, έλαβε χώρα σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 29 Μαρτίου 2023. Στη συντονισμένη αυτή αλλοίωση του χώρου του δυστυχήματος μετείχε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, και μέλος της Κυβέρνησης, ο τότε Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργό κ. Χρήστος Τριαντόπουλος, όπως προκύπτει τόσο από ένορκες καταθέσεις των αρμόδιων στελεχών της Αστυνομίας, όσο και από δηλώσεις του ίδιου του κ. Τριαντόπουλου. Πράγματι, ο κ. Τριαντόπουλος, ανακοίνωσε με δελτίο τύπου στις 6 Μαρτίου 2023 την ολοκλήρωση των «έργων αποκατάστασης» του χώρου του δυστυχήματος «με απόλυτο σεβασμό στα θύματα του τραγικού δυστυχήματος που συγκλόνισε την πατρίδα μας και τις οικογένειές τους», ενώ έχει παραδεχθεί δημοσίως σε πλήθος συνεντεύξεων: «έτυχε με εντολή του Πρωθυπουργού να το διαχειριστώ να βρεθώ στο σημείο [του δυστυχήματος] για πέντε μέρες».
Επιπλέον, σύμφωνα με τη Διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας, η οποία διέταξε περαιτέρω προκαταρκτική εξέταση σε βάρος των μελών του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας που συγκροτήθηκε για το δυστύχημα και σε βάρος μελών της Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του κ. Τριαντόπουλου, προς διερεύνηση ενδεχόμενης τέλεσης των αδικημάτων της παράβασης καθήκοντος και της υπόθαλψης εγκληματία για τις πράξεις αυτές, τις επόμενες μέρες του δυστυχήματος απομακρύνθηκαν από τον χώρο σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να καθίσταται «δυσχερής, αν όχι αδύνατη» η πλήρης συγκέντρωση και αξιοποίηση όλων των ευρημάτων προκειμένου να εντοπιστούν οι αιτίες του δυστυχήματος και συνακόλουθα οι πράξεις και παραλείψεις των υπαιτίων που οδήγησαν σε αυτό.
Η Διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας καταλήγει ότι «είναι βέβαιον ότι το υλικό που απομακρύνθηκε από τον τόπο του εγκλήματος ήταν εξαιρετικά σημαντικό για αποδεικτική αξιοποίηση, σε κάθε δε περίπτωση αποτελούσε τμήμα του αποδεικτικού υλικού, αφού περιείχε πειστήρια και ίχνη (προσωπικά αντικείμενα, γενετικό υλικό επιβατών που χάθηκαν κ.ο.κ.). Περαιτέρω, είναι προφανές ότι καμία νόμιμη απόφαση δεν ελήφθη για την απομάκρυνση αυτού του αποδεικτικού υλικού, ούτε καταγράφηκε σε οποιοδήποτε έγγραφο αυτή η ενέργεια, και μάλιστα είναι άξιον απορίας πώς μεταφέρθηκαν με φορτηγά τόνοι αδρανών υλικών από το σημείο, μολονότι ο χώρος φυλασσόταν από αστυνομικές δυνάμεις σε 24ωρη βάση […]».
Επιπλέον, πριν μερικές ημέρες, έγγραφο της Εισαγγελίας Λάρισας που διαβιβάστηκε στη Βουλή, απαντώντας στην αντιπολίτευση, αναφέρει πως δεν υπήρξε εισαγγελική παραγγελία για την αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος στα Τέμπη. Ακόμα ένα στοιχείο που συνηγορεί στο ότι η σχετική εντολή δόθηκε από μέλος της Κυβέρνησης.
Παρόλα αυτά, ο κ. Τριαντόπουλος παρέμεινε μέλος της Κυβέρνησης έως τη στιγμή της αποδοχής της πρότασης για σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος σχετικά με τις ποινικές ευθύνες του στην υπόθεση της αλλοίωσης του χώρου του δυστυχήματος – πρόταση, την οποία ο Πρωθυπουργός και η κυβερνητική πλειοψηφία αναγκάστηκαν, σύμφωνα με δημόσια δήλωσή τους, να κάνουν αποδεκτή όχι επειδή επιθυμούν την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης και την αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά αμιγώς συρόμενοι από τα γεγονότα και εγκλωβισμένοι από την αδιαπραγμάτευτη και ρητή παλλαϊκή απαίτηση για αποκάλυψη της αλήθειας.
Τα ανωτέρω στοιχεία επιρρωνύονται εμφατικά και από το πρόσφατο πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών & Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων & Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ), σύμφωνα με το οποίο η αλλοίωση του χώρου του δυστυχήματος στέρησε από τη Δικαιοσύνη πολύτιμα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να ρίξουν φως σε διάφορες πτυχές των αιτίων του δυστυχήματος και, συνακόλουθα, των κυβερνητικών ευθυνών στην υπόθεση.
Όσον αφορά στη διερεύνηση των αιτίων της πυρκαγιάς, από την οποία έχασαν τη ζωή τους μετά τη σύγκρουση τουλάχιστον 5-7 συμπολίτες μας, καθώς και της τεράστιας πυρόσφαιρας που προκλήθηκε αμέσως μετά τη σύγκρουση, για τον σχηματισμό της οποίας το πόρισμα αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Τα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης (που έγινε από το Γενικό Χημείο του Κράτους) κρίθηκαν ασαφή, λόγω της καθυστέρησης των 28 ημερών και της επιμόλυνσης της σκηνής».
«[…] βρέθηκαν ίχνη από διάφορους υδρογονάνθρακες, μεταξύ των οποίων κυρίως ίχνη ξυλολίου […]»
«[…] το ξυλόλιο δεν εντοπίζεται συνήθως εκεί ως αποτέλεσμα μόλυνσης ή άλλων φυσικών αιτίων. Αυτό ενισχύει τη μη φυσιολογική παρουσία ξυλολίου στο πρώτο δείγμα. Εάν γινόταν σωστή δειγματοληψία και ανάλυση στον τόπο του ατυχήματος την 1η Μαρτίου 2023 (10-12 ώρες μετά το ατύχημα), θα υπήρχαν αρκετές πληροφορίες για τον προσδιορισμό του τύπου και της θέσης της πηγής για το άγνωστο καύσιμο»
«Η μεγάλη πυρόσφαιρα στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που έλαβε χώρα εντός 0,5 δευτερολέπτων από τη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών δεν μπορεί να αποδοθεί στα έλαια των μετασχηματιστών (PDMS), τα οποία, αν και εύφλεκτα σε αρκούντως υψηλές θερμοκρασίες (> 400) δεν θα μπορούσαν, για λόγους κινητικής αντίδρασης, να αναφλεγούν στις επικρατούσες συνθήκες. Επομένως, η προέλευση της πυρόσφαιρας που να συνάδει με μερικούς τόνους εύφλεκτου πτητικού καυσίμου πρέπει να αναζητηθεί αλλού» (σελ. 108 του Πορίσματος, παρ. 495).
Τα ευρήματα και συμπεράσματα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ αναφορικά με τη μη φυσιολογική παρουσία ιχνών ξυλολίου στον χώρο του δυστυχήματος διαψεύδουν πλήρως τις αρχικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, ο οποίος σε συνέντευξή του τον Απρίλιο του 2024 είχε απορρίψει ως «τερατουργίες» οποιαδήποτε πιθανότητα μεταφοράς του παράνομου αυτού καυσίμου από την εμπορική αμαξοστοιχία, αλλά και οποιαδήποτε πιθανότητα αλλοίωσης του χώρου του δυστυχήματος εν γένει. Δεν δίστασε, μάλιστα, να ισχυριστεί πως το μόνο λάθος της Κυβέρνησής του στην υπόθεση αυτή ήταν πως δεν απάντησαν σε αυτές τις «θεωρίες συνομωσίας» και πως σε αυτό το σημείο και μόνο κάνει την αυτοκριτική του. Ακόμη και σήμερα, ο Πρωθυπουργός δεν παραδέχεται ότι έκανε λάθος, ισχυριζόμενος απλώς ότι οι περυσινές δηλώσεις του αποτελούσαν προϊόν παραπλάνησής του από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τη Hellenic Train, μη διστάζοντας, μάλιστα, να …απειλήσει την τελευταία, ήτοι έναν ιδιώτη επενδυτή, με την επίρριψη πολιτικών ευθυνών σε περίπτωση που αποδειχθεί η μεταφορά παράνομου φορτίου από την εμπορική αμαξοστοιχία!
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα παραπάνω ευρήματα αξιολογούνται από τον ΕΟΔΑΣΑΑΜ τόσο σημαντικά που, σύμφωνα με το πόρισμα, «άλλοι παράγοντες που αναμφίβολα επηρέασαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβη το δυστύχημα (π.χ. η εξέλιξη της σύμβασης 717, η χρηματοδότηση επενδυτικών έργων, οι εθνικοί και ευρωπαϊκοί μηχανισμοί ελέγχου των επενδύσεων) ελήφθησαν υπόψη, αλλά, μετά από αρχική αξιολόγηση, αποφασίστηκε να μην αναλυθούν περαιτέρω στην παρούσα διερεύνηση, καθώς κρίθηκαν λιγότερο σχετικοί με την άμεση και μεσοπρόθεσμη βελτίωση του σιδηροδρομικού συστήματος».
Ακολουθούν οι υπογράφοντες βουλευτές: