Μία πόλη στη Γερμανία προγραμματίζει να γίνει η πρώτη που θα απαιτήσει από τους δικαιούχους κοινωνικής πρόνοιας και τους αιτούντες άσυλο να συμμετέχουν σε κοινωφελή εργασία, αλλιώς θα κινδυνεύουν να χάσουν τα επιδόματά τους. Το σχέδιο του Εσεν εντάσσεται σε μια ευρύτερη συζήτηση στη χώρα σχετικά με την βιωσιμότητα γενναιόδωρων παροχών κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης, όπως ανέφεραν οι Times.
Σύμφωνα με εκπρόσωπο της πόλης, «η εργασία και οι ευθύνες πρέπει να γίνουν εκ νέου προτεραιότητα».
Περίπου 5,5 εκατομμύρια πολίτες, συν ένα 6% του εργατικού δυναμικού, λαμβάνουν βοήθεια από ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα που ονομάζεται «Bürgergeld», το οποίο ετέθη σε εφαρμογή από τον συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών πριν από δύο χρόνια, μια από τις βασικές πολιτικές του καγκελάριου Όλαφ Σολτς.
Πριν από την εισαγωγή αυτού του προγράμματος, οι κοινωνικές επιδοτήσεις ήταν συσχετισμένες με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η βασική μηνιαία επιδότηση για έναν ενήλικα ανέρχεται σε 563 ευρώ ή 1.012 ευρώ για ένα ζευγάρι. Το συνολικό κόστος για τους φορολογούμενους φτάνει τα 30 δισ. ευρώ ετησίως, ή 50 δισ. ευρώ αν υπολογιστούν και τα βοηθήματα για τη διαχείριση και τη στέγαση.
Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, έχει δεσμευτεί να καταργήσει το σύστημα εάν κερδίσει τις εκλογές του επόμενου μήνα. Το CDU υποστηρίζει ότι οι γενναιόδωρες επιδοτήσεις αποθαρρύνουν τους δικαιούχους από την αναζήτηση εργασίας, ειδικά σε καιρούς οικονομικής δυσκολίας. Στελέχη του κόμματος εκτιμούν ότι μια αναδιοργάνωση του συστήματος και η αντικατάστασή του με ένα πρόγραμμα «βασικής ασφάλισης» θα μπορούσε να εξοικονομεί 10 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Η νέα πρόταση μπορεί να δοκιμαστεί δοκιμαστικά στο Εσεν. Στο πλαίσιο του σχεδίου του Πέτερ Ρέντσελ, προϊσταμένου του τμήματος κοινωνικής πρόνοιας και εργασίας της πόλης που ανήκει στο CDU, όλοι οι δικαιούχοι κάτω των 65 ετών θα υποβάλλονται σε ετήσιο «υγειονομικό έλεγχο» για να εξεταστεί η ικανότητά τους να εργαστούν. Αυτοί που κριθούν ικανοί θα παραπέμπονται σε κέντρα εύρεσης εργασίας και θα έχουν απευθείας επικοινωνία με εργοδότες.
Παράλληλα, θα είναι υποχρεωμένοι να προσφέρουν τουλάχιστον τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας κάθε εργάσιμη ημέρα. Σε διαφορετική περίπτωση, οι πληρωμές τους θα περικόπτονται. Η ίδια πολιτική ισχύει και για τους αιτούντες άσυλο και τους ανέργους πρόσφυγες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάλογες πρακτικές υιοθετεί και η Ολλανδία, όπου οι επιδοτήσεις περικόπτονται αν οι άνεργοι δεν επιδεικνύουν προσπάθεια εύρεσης εργασίας.