Το ντιμπέιτ ενόψει των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιήθηκε την Κυριακή και είχε σκοπό να εξετάσει την καταλληλότητα του αρχηγού του κόμματος, καθώς και το προφίλ των υποψηφίων για τη θέση του αυριανού πρωθυπουργού, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αξιωματική αντιπολίτευση.
Ένα ντιμπέιτ συνήθως σημαίνει ζωντανή αντιπαράθεση, κάτι που είδαμε και στο πρόσφατο ντιμπέιτ του ΠΑΣΟΚ, το οποίο κράτησε έναν πολιτισμένο διάλογο, χωρίς να χάσει την ένταση. Αυτό το σκηνικό περιλάμβανε την παρουσίαση ενός οράματος που θα απευθυνθεί στους πολίτες και θα τους ενθαρρύνει να συμμετάσχουν στις εκλογές, παρά μια εστίαση σε εσωτερικά ζητήματα ή την αναζήτηση ευθυνών για το λεγόμενο «ατύχημα Κασσελάκη», που ενδιαφέρει κυρίως τους ήδη αποφασισμένους ψηφοφόρους.
Ας αφήσουμε στην άκρη τον αγαπητό αλλά πολιτικά «χάσιμο» Απόστολο Γκλέτσο, ο οποίος αποκαλεί τα φωτοβολταϊκά «τζάμια» και τις ανεμογεννήτριες «αυτά που γυρίζουν», προβάλλοντας μάλιστα την άποψη ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται είναι «μηδέν». Επιπλέον, η επιμονή του στην εισαγωγή ιερόδουλων από μουσουλμανικές χώρες είναι επίσης αξιοπρόσεκτη.
Η συζήτηση ανάμεσα στους πολιτικούς υποψηφίους διεξήχθη σε ένα ήρεμο περιβάλλον. Όπως λέγεται, αντάλλασσαν «πάσες» ο ένας στον άλλο, χωρίς αιχμές. Η κριτική προς την κυβέρνηση περιορίστηκε σε επίπεδο εδράνων της Βουλής, ενώ οι συζητήσεις κινήθηκαν γύρω από ζητήματα του παρελθόντος, χωρίς να προσφέρουν καμία οραματική προοπτική για το μέλλον.
Οι πιο έντονες «αντιπαραθέσεις» καταγράφηκαν μεταξύ του Πολάκη και του Φαραντούρη, με τον Φάμελλο να προσπαθεί με μια μετριοπαθή στάση να διατηρήσει μια ισορροπία, γεγονός που τον έκανε να φαίνεται λιγότερο εντυπωσιακός.
Ο Παύλος Πολάκης έθεσε τα θέματα της ακρίβειας και της ανάπτυξης προτείνοντας λύσεις εμπνευσμένες από έναν παρωχημένο σοσιαλισμό, ο οποίος έχει δείξει στο παρελθόν ότι δεν προστατεύει από την οικονομική κρίση.
Προτάθηκε η επιστροφή της Εθνικής Τράπεζας στο Δημόσιο, έτσι ώστε να χρηματοδοτηθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και ο έλεγχος των επιτοκίων και των υπερκερδών των τραπεζών.
Αντίθετα, ο Σωκράτης Φάμελλος παρουσίασε μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση, συζητώντας για τον έλεγχο στις διοικήσεις επιχειρήσεων όπως η ΔΕΗ, μερικά μόνο χρόνια πριν, δείχνοντας περιορισμένη δέσμευση για κρατικοποίηση.
Επιπλέον, ο Νίκος Φαραντούρης φάνηκε φιλικός προς τις επιχειρήσεις, προτείνοντας την εισαγωγή ιδιωτών στα κομματικά μέσα ενημέρωσης όπως η εφημερίδα «Αυγή» και το ραδιόφωνο «στο Κόκκινο». Αν και οι ιδιώτες που θα συμμετάσχουν θα είναι επενδυτές και όχι απλώς γείτονες, αυτό δείχνει μια αναγνώριση της αξίας των κεφαλαίων.
Επιπλέον, ο Σ. Φάμελλος επανέφερε θεματικές από την παλιά ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ για την οικολογία και την υποθαλάσσιες έρευνες, ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν θα χορηγήσουμε νέες άδειες μέχρι να ολοκληρωθούν οι τρέχουσες». Ευτυχώς, τα ήδη αδειοδοτημένα οικόπεδα δεν κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς άδεια από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, απέτυχε στην καταγγελία του ότι η κυβέρνηση ασκεί μυστική διπλωματία στα ελληνοτουρκικά, αναγκάζοντας τον να παραδεχθεί ότι υπήρξε ενημέρωση από τον Υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη.