Η πρόσφατη κυβερνητική κρίση στη Γερμανία, που προήλθε από την αποπομπή του υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντντερ, έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία για την πορεία της γερμανικής οικονομίας. Πολλοί από τους επικριτές της τρικομματικής κυβέρνησης βλέπουν τώρα το μέλλον με ακόμη περισσότερη επιφυλακτικότητα. Σημαντικό παράδειγμα της τρέχουσας κατάστασης αποτελεί η Bosch, η οποία είναι προμηθευτής της αυτοκινητοβιομηχανίας και αναγκάστηκε να μειώσει τις εκτιμήσεις της για το 2024 και εξετάζει περαιτέρω περικοπές εργασίας, πέρα από τις 7.000 θέσεις που έχουν ήδη ανακοινωθεί. Ο διευθύνων σύμβουλος της, Στέφαν Χάρτουνγκ, δήλωσε στην εφημερίδα Tagesspiegel: «Πρέπει να περάσουμε από τα λόγια στην πράξη, υλοποιώντας συγκεκριμένα μέτρα πριν από τις πρόωρες εκλογές, για να ενισχύσουμε την οικονομία βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα». Από την πλευρά του, ο οικονομολόγος Χένινγκ Βόπελ, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής (cep), επισημαίνει στην DW ότι η κυβερνητική συμμαχία στο Βερολίνο δεν έχει καταφέρει να επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης.
Στο μεταξύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές και η ορκωμοσία του ως 47ου προεδρικού μνηστήρα μπροστά σε μια νέα σειρά προκλήσεων στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας, του εμπορίου και της κλιματικής αλλαγής, δημιούργησε έναν επιπλέον παράγοντα αβεβαιότητας, ειδικά όσον αφορά τη στήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμο κατά της Ρωσίας.
Ρόμπερτ Χάμπεκ: «Η χειρότερη στιγμή για να αποτύχει η κυβέρνηση»
Στο παρόν τοπίο, ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ προειδοποίησε: «Αυτή είναι η χειρότερη στιγμή για την κυβέρνηση να αποτύχει». Με την αποχώρηση των υπουργών του FDP, τόνισε την ανάγκη για ενότητα και στρατηγική σε μια περίοδο που η Γερμανία θα έπρεπε να έχει περισσότερη ευχέρεια κινήσεων στην Ευρώπη.
Μιλώντας στην Reuters, ο οικονομολόγος Κάρστεν Μζέσκι από την τράπεζα ING ανέφερε ότι η Γερμανία εμφανίζεται λιγότερο προετοιμασμένη σήμερα από ότι πριν την εκλογική διαδικασία του 2016, χαρακτηρίζοντάς την ως «ασθενή της Ευρώπης» και υπογραμμίζοντας την ευαλωτότητά της σε σύγκριση με το παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Χένινγκ Βόπελ, τα απαραίτητα μέτρα χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν, όμως υπάρχουν και «άμεσες παρεμβάσεις» που, μόλις ανακοινωθούν, μπορούν να ενισχύσουν τις προσδοκίες και να βελτιώσουν το επιχειρηματικό κλίμα.
Επείγοντος, μια «ψύχραιμη πολιτική» είναι αναγκαία
Ο Χένινγκ Βόπελ προτείνει τέσσερα μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν άμεσο αντίκτυπο: Πρώτον, η σταθεροποίηση της ενεργειακής μετάβασης, η οποία είναι κρίσιμη για την ανταγωνιστικότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Δεύτερον, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας για να γίνει πιο αποτελεσματική η διαδικασία. Τρίτον, η προώθηση της ψηφιοποίησης, η οποία είναι σημαντική για τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Και τέταρτον, η παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις.
Από την πλευρά του, ο Μάριν Γκόρνινγκ, διευθυντής Έρευνας στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW), υπογραμμίζει την ανάγκη για «συστημικές αλλαγές», όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τόνισε ότι η Γερμανία, ως βιομηχανοποιημένη χώρα, πρέπει να προσηλωθεί σε μια ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική.
Όσον αφορά βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, προειδοποιεί για την απρογραμμάτιστη δαπάνη δισεκατομμυρίων και επισημαίνει ότι «δεν είμαστε στα πρόθυρα μιας κρίσης». Αυτό που χρειάζεται είναι μια «ψύχραιμη πολιτική», ώστε οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές να νιώσουν βεβαιότητα για το αύριο.